άλαστος

άλαστος
ἄλαστος, -ον (Α)
1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος
β. αφόρητος, δεινός
2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος
β. καταραμένος, άθλιος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον
ακατάπαυστα
4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ απαρηγόρητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επική και γενικότερα ποιητική λ., που στον Όμηρο απαντά τέσσερις φορές ως προσδιοριστικό τών ἄχος «μεγάλη λύπη» και πένθος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε επίσης ως προσφώνηση με μειωτική σημασία. Η ετυμολ. προέλευση τής λ. είναι αβέβαιη, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα και ως προς την ακριβή σημασία της. Από παλιά η λ. θεωρείται σύνθετη από το στερητ. - και το ρ. λανθάνομαι, άρα ἄλαστος είναι «αυτός που δεν λησμονιέται, ο αλησμόνητος» και κατ’ επέκταση, «ο απαίσιος, ο αφόρητος». Το ουδ. ἄλαστον χρησιμοποιείται και επιρρηματικά με τη σημ. «διαρκώς, ακατάπαυστα». Οπωσδήποτε, με την ετυμολογία αυτή δεν ερμηνεύεται η σημ. τού παραγ. ρ. ἀλαστῶ «είμαι οργισμένος». Κατ’ άλλους η λ. συνδέεται με το ρ. λάω «βλέπω» που σημαίνει «αυτός που κοιτάζει με κακό βλέμμα, που έχει άγριο, εκδικητικό μάτι», οπότε το αρκτ. - τής λ. πιθ. να είναι προθεματικό ή μηδενισμένη βαθμ. τού προθήματος ἐν- (πρβλ. λατ. invisus «μισητός». Βλ. και ἀλἀστωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄλαστος — ἄλᾱστος , ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστως — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable adverbial (ionic) ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem acc pl (doric ionic) ἄληστος unforgettable adverbial ἄληστος unforgettable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄληστον — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem acc sg (ionic) ἄλαστος not to be forgotten. insufferable neut nom/voc/acc sg (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem acc sg ἄληστος unforgettable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστοιο — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem/neut gen sg (epic ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστου — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem/neut gen sg (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστους — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem acc pl (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστων — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem/neut gen pl (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήστῳ — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem/neut dat sg (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄληστα — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable neut nom/voc/acc pl (ionic) ἄληστος unforgettable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄληστος — ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem nom sg (ionic) ἄληστος unforgettable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”